- Ὀλύμπιος
- 3 олимпийский
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ὀλύμπιος — Olympian masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολύμπιος — α, ο (Α ὀλύμπιος και ιων. τ. οὐλύμπιος, ον) [Όλυμπος] 1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο ή στους θεούς τού Ολύμπου 2. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διός («Ζεὺς πατὴρ ὀλύμπιος», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που έχει επιβλητικότητα, θεϊκή αταραξία και… … Dictionary of Greek
ολύμπιος — α, ο 1. αυτός που αναφέρεται στον Όλυμπο: Ολύμπιοι Θεοί. 2. ολύμπιος, ο επίθ. του θεού Δία. 3. μτφ., ο όλος μεγαλείο, δοξασμένος, υπέροχος, επιβλητικός, ατάραχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ολύμπιος, Γεωργάκης — (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ο. –το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές– καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά … Dictionary of Greek
Γεωργάκης Ολύμπιος — Βλ. λ. Ολύμπιος, Γεωργάκης … Dictionary of Greek
Νεμεσιανός Μάρκος, Αυρήλιος, Ολύμπιος — (3ος αι.).Ρωμαίος ποιητής, από την Καρχηδόνα. Έχουν διασωθεί τέσσερα βουκολικά ποιήματα του και ένα μισοτελειωμένο ποίημα από 325 εξάμετρους στίχους, τα Κυνηγετικά. Τα ποιήματά του ακολουθούν την παράδοση του Βιργίλιου … Dictionary of Greek
Ὀλύμπιον — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem acc sg Ὀλύμπιος Olympian neut nom/voc/acc sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπίοιο — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut gen sg (epic) Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπίου — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut gen sg Ὀλυμπίας the WNW. wind masc gen sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπίους — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπίῳ — Ὀλύμπιος Olympian masc/fem/neut dat sg Ὀλυμπιεῖον temple of Olympian Zeus neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)